απατευω

απατευω
    ἀπατεύω
    ἀπᾰτεύω
    ap. Sext. = ἀπατάω См. απαταω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απατευω" в других словарях:

  • απατεύω — ἀπατεύω (Α) κάνω απάτη, απατώ …   Dictionary of Greek

  • ἀπατεύειν — ἀπατεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατεύων — ἀπατεύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»